Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μπανιαρίζω — μπανιάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού μπανιάρω] … Dictionary of Greek
μπανιάρισμα — το [μπανιαρίζω] καθαρισμός με λουτρό … Dictionary of Greek